Στην εξορία
(Οχτώβρης 1935)
Μας σιδεροδέσανε τα χέρια
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
και μας κλείσαν ολούθε μαλινχέρια.
Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά!
Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
χέρι δεξί με χέρι αριστερό.
Μουδιασμένο και τ’ άλλο μας, που εκράτει
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
βαλίτσα ή δέμα για τον Άη – Στράτη.
Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό και Νιάτα!
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...
Τον κάλλιον ο χειρότερος επάτα...
Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό.
Μεγάλα μάτια αστραφτερά, στητός
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,
κι ατάραγος πάνου απ’ τη Μοίρα αφτός,
κοιτούσε την ερχόμενην ευδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.
Συ νεβρικός από την αηδία.
Μαζί μας, τελεφταίοι, με το βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι.
Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
λογιούνται η Λεφτεριά και τα χασίσια.
Μα το καλογεράκι απ’ τ’ Αγιονόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
που πέταξε τα ράσα, ο θεοφόρος,
και το πιάσανε νύχτα στην Ομόνοια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
ξουρισμένα μουστάκια και σαγόνια,
μαζί μας δεν το δέσανε. Βλακεία
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
να πομπέψουν πατρίδα και θρησκεία!
Έτσι μας εφορτώσαν στο βαπόρι,
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
τους πατριώτες οι πατριδεμπόροι.
Εξορία στο λαό, χέρια δεμένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,
για να ρθει ο Εξορισμένος απ’ τα ξένα,
να χωρίσει το Έθνος και να βάλει
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
τη μια μεριά να πολεμάει την άλλη.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 119-120, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 533)